- οσποδάρος
- Τίτλος των ηγεμόνων της Μολδαβίας και Βλαχίας, ο οποίος διατηρήθηκε από τον 15o αι. έως την ίδρυση του ρουμανικού κράτους (1866), οπότε αντικαταστάθηκε από το δόμνος, δηλαδή πρίγκιπας ή ηγεμόνας. Ο τίτλος δόμνος διατηρήθηκε ως την ανακήρυξη της Ρουμανίας σε βασίλειο (1881).
* * *και γοσποδάρος, οπαλαιός τίτλος τών ηγεμόνων τής Μολδαβίας, τής Βλαχίας, τής Λιθουανίας και της Πολωνίας, συνώνυμος με το ρουμανικό ντομνιτόρ, ηγεμόνας, δεσπότης, αυθέντης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. gospodar].
Dictionary of Greek. 2013.